Μουσική δωματίου για τέσσερεις φωνές, Συν-Μία

Άννα Πίγκου

Λίγους μήνες μετά το ξεκίνημα της ανάλυσής μου, δέχτηκα και την πρώτη πρόταση για συμμετοχή σε καρτέλ, με θέμα την ανάγνωση του Σεμιναρίου του Λακάν για τις Ψυχώσεις. Αν και ήμουν ήδη κάπως εξοικειωμένη με τις δραστηριότητες του Λακανικού Κύκλου της Αθήνας, στο άκουσμα αυτής της πρότασης συννέφιασα. Η ιδέα και μόνο ότι το καρτέλ ήταν «το όργανο βάσης» της Σχολής του Λακάν και ότι αποδεχόμενη αυτήν την πρόταση αποδεχόμουν την προοπτική να ξαναμπώ στο πλαίσιο μιας Σχολής ξυπνούσε μέσα μου το «θέλω να πεθάνω» που είχε συνδεθεί με καθετί σχετικό με το σχολείο. Με αυτό το σημαίνον που για μένα παρέπεμπε από τη μια στο πίστευε και μη ερεύνα της εκπαίδευσης των παιδικών μου χρόνων, από την άλλη στο πίστευε και ερεύνα τη φύση που ξέρει των πανεπιστημιακών μου σπουδών, όπως επίσης και στον βαρύγδουπο τόνο που αυτά εκφέρονταν και ο οποίος με γέμιζε άγχος κι απελπισία.

Δεν μπορούσα ωστόσο να αρνηθώ, αφού από μικρό παιδί αισθανόμουν υποχρεωμένη να γνωρίζω καθετί που αφορούσε τον ανθρώπινο πόνο και τη θεραπεία του. Έτσι, το ενδεχόμενο να χάσω κάτι πολύτιμο για την ανακούφιση αυτών που θεωρούσα ότι υπέφεραν περισσότερο από εμένα μου ήταν ανυπόφορο.   

Έφτασα λοιπόν στην πρώτη συνάντηση του καρτέλ με βαριά καρδιά. Ευτυχώς όμως δεν ήταν όλοι στην ίδια κατάσταση, και γρήγορα στρωθήκαμε στη δουλειά.

Στην αρχή, ακονίζοντας τις φωνές μας στις νότες του Λακάν, με τον Συν-Ένα να υπογραμμίζει το τέμπο. Στη συνέχεια, προσπαθώντας ο καθένας να δώσει τον ιδιαίτερο τόνο του στην παρτιτούρα, στα μέτρα που μας απασχολούσαν. Και όταν άρχιζαν τα «δεν καταλαβαίνω», οι απορίες, οι κορόνες και τα αγκομαχητά, το κάλεσμα από τον συν-Ένα για χαλαρό ρετσιτατίβο, σεβασμό στις παύσεις και αναπνοές μας επέτρεπε να βάλουμε μια ύφεση, απομακρύνοντάς μας προς στιγμήν από την τρύπα και δίνοντάς μας το κουράγιο να συνεχίσουμε.

«Είμαστε σαν τα τέσσερα κλειδιά πάνω στο πεντάγραμμο», έλεγα όλη την ώρα από μέσα μου, ενώ όταν έπεσε η αυλαία, προς έκπληξή μου, ένιωθα πως μάλλον θα ήθελα να πάω στον χορό παρά να πεθάνω.

Εκείνη την εποχή, ούτε στο ωδείο, όπου με τόση θέρμη ζητούσα να με πηγαίνουν στα παιδικά μου χρόνια, δεν θα ήθελα να επιστρέψω, παρότι ο μουσικός λόγος ήταν η μόνη εκδοχή του λόγου του κυρίου για την οποία έτρεφα ακόμη μια κάποια τρυφερότητα. Ήταν λοιπόν μια ευτυχής συγκυρία για μένα το γεγονός ότι ο Λακάν σε εκείνο το Σεμινάριο, μέσα στην προσπάθειά του να αποκαταστήσει την πρωτοκαθεδρία του συμβολικού, έδινε τόση σημασία στα ζητήματα της εκφοράς. Άνοιγε έτσι τον δρόμο για να ανέβουν στη σκηνή μερικά χρόνια αργότερα, με την καμπή του 20ου Σεμιναρίου, οι θεραπευμένοι της μουσικής, το αντικείμενο φωνή και το σημαίνον «μέσα στην υλική του πραγματικότητα», που τόσο με απασχολούσαν.

Θα μπορούσα, έτσι, να πω ότι το καρτέλ αποτέλεσε για μένα ένα πραγματικό εργαστήριο φωνητικής. Κατά πρώτον, γιατί κέντρισε το ενδιαφέρον μου για να μελετήσω το έργο των περίφημων γλωσσολόγων με τους οποίους συνομιλούσε ο Λακάν κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας του, όπως επίσης και για να συναντήσω τα συγγράμματα των δασκάλων του στην ψυχιατρική, των κλασικών γάλλων ψυχίατρων που εμπνεύσθηκαν από τα φαινόμενα της γλώσσας για να κατασκευάσουν τη σύγχρονη ψυχοπαθολογία. Το προϊόν αυτής της μελέτης, που ήταν ταυτόχρονα και προϊόν της εργασίας μου στο καρτέλ, είχα τη χαρά και την τιμή να παρουσιάσω λίγο καιρό αργότερα στο εμβληματικό ψυχιατρικό νοσοκομείο της χώρας «Δαφνί», όπου λαμβάνει χώρα από ετών το τακτικό σεμινάριο της ψυχαναλυτικής μας κοινότητας. Κατά δεύτερον, γιατί μου άνοιξε τον δρόμο για να συναντήσω τις εργασίες των συναδέλφων σχετικά με το αντικείμενο φωνή, τη μουσική και «την ερωτική ουσία του χρόνου»[1] της, κάτι που συνέβαλε αποφασιστικά στην περαιτέρω σύνδεσή μου με το φροϋδικό πεδίο. 

Πολύ σημαντικό επίσης ήταν το γεγονός ότι εκείνο το καρτέλ μού δημιούργησε ερωτήματα σχετικά με τη δομή και τη λειτουργία του καρτέλ καθευατό. Ήθελα να μάθω για τη λογική αυτού του τρόπου εργασίας, που ο τόνος του ήταν φιλικός με την επιθυμία για γνώση κι άφηνε χώρο για την έκπληξη και την επινόηση.

Στηριζόμενη σε αυτό τον θεραπευτικό τόνο των καρτέλ στα οποία με τα χρόνια συμμετείχα, άρχισα να ενδιαφέρομαι σιγά σιγά και για τη Σχολή. Μια Σχολή που, όπως σημειώνει ο Λακάν στην  Ιδρυτική του Πράξη, καλούσε αυτούς που θα έρθουν να δεσμευτούν σε μια εργασία που πραγματοποιείται σύμφωνα με το κριτήριο «μιας υποστηριζόμενης εργασίας μέσα σε μια μικρή ομάδα»[2] που ονομάζεται καρτέλ. Μια Σχολή που διαπίστωνα ότι, αναγνωρίζοντας τις αρετές του υστερικού λόγου ως κινητήριο δύναμη του καρτέλ, τιμούσε τη σωκρατική εκδοχή του, που είχε τόσα προσφέρει στην πρόοδο της επιστήμης. Μια Σχολή, τέλος, που με τις πολύτιμες επεξεργασίες της λειτουργίας του Συν-Ενός επέτρεπε σε όποιον το  επιθυμούσε να αναλάβει την καθοδήγηση μιας ομάδας, να εμπνευστεί και να συντονίσει το έργο του διαφορετικά από έναν leader της πίστης, της ορδής ή της γραφειοκρατίας, για τους οποίους δεν ήθελα ούτε να ξέρω ούτε να ακούω τίποτα.  

Στο πλαίσιο αυτής της προοπτικής, μπόρεσα στην πορεία των χρόνων να αναλάβω τη θέση του Συν-Ενός όπως επίσης και θεσμικούς ρόλους στο πλαίσιο της Ελληνικής Εταιρείας. Στο πεδίο δε της κοινωνικής παρέμβασης, το καρτέλ αποδείχτηκε για μένα ένα μέσο «για να βρει κάποιος μέσα στο αδιέξοδο μιας κατάστασης τη δύναμη της παρέμβασης».[3] Έτσι, κατά την πρακτική μου σε διάφορα ιδρυματικά πλαίσια, όπως και κατά τη διάρκεια της εμπλοκής μου με το προσφυγικό, έχοντας κατά νου το καρτέλ, προσπαθούσα, παράλληλα με τη βασική μου ενασχόληση, να στήνω μικρές ομάδες κλινικού, κατά βάση, ενδιαφέροντος, από τις οποίες όσες άντεξαν στην πίεση της διαχείρισης του μη διαχειρίσιμου που απαιτούσαν ορισμένοι συμμετέχοντες αποτέλεσαν για όλους μας πηγή έμπνευσης για να τα βγάλουμε πέρα με τα αδιέξοδα στην κλινική και τον πολιτισμό.

Ο Λακάν, στο 20ο Σεμινάριό του, είχε πει: «Θα έπρεπε μία φορά –δεν ξέρω αν θα έχω ποτέ τον χρόνο- να μιλήσω για τη μουσική»,[4] ομολογώντας κατά κάποιον τρόπο έτσι ότι, όπως και στην περίπτωση του Φρόιντ, στη διδασκαλία του προνομιακή θέση είχαν οι παραστατικές τέχνες. Θα μπορούσαμε να πούμε, ωστόσο, ότι η αξία που έδωσε στην υλικότητα του Πεδίου της ομιλίας και της γλώσσας[5] για τη συγκρότηση του ομιλούντος όντος καθιστά τη διδασκαλία του πραγματικό εργαστήριο για την ανάδειξη της μουσικής του εμβίου και την ένταξή του σε μεγαλύτερες συνθέσεις στο πλαίσιο του κοινωνικού δεσμού.

Πριν παίξει όμως κανείς στις μεγάλες ορχήστρες, χρειάζεται να περάσει από μικρότερα σύνολα, όπως το καρτέλ, αυτό τον προνομιακό, θα μπορούσαμε να πούμε, τόπο για τη σύνθεση και την εκμάθηση έργων μουσικής δωματίου για 4 ή 5 φωνές, Συν-Μία.

 

Αθήνα, 22 Ιανουαρίου 2023


[1]Ζακ-Αλέν Μιλέρ, «Εισαγωγή στην ερωτική ουσία του χρόνου»,  στο Θεωρία της ψυχαναλυτικής θεραπείας, επιμ. Νασία Λινάρδου-Μπλανσέ, Ρεζινάλντ Μπλανσέ, Εκκρεμές, Αθήνα 2007, σ. 93-131.

[2]Jacques Lacan, «Acte de fondation», Autres écrits, Seuil, Παρίσι 2001, σ. 229.

[3] Jacques Lacan, «La psychiatrie anglaise et la guerre», Autres écrits, Seuil, Παρίσι 2001, σ. 101.

[4] [1] Lacan J., Le Séminaire, livre xx, Encore, texte établi par J.-A. Miller, Paris, Seuil, 1975, p. 105, στα ελληνικά, Λακάν Ζ. Σεμινάριο Εικοστό, Ακόμη, Μεταγραφή κειμένου Ζ.Α. Μιλέρ, μτφρ Β. Σκολίδης, Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα, 2011 σ. 271

[5] Ζακ Λακάν, Λειτουργία και πεδίο της ομιλίας και της γλώσσας στην ψυχανάλυση, μτφρ. Νασία Λινάρδου-Μπλανσέ, Ρεζινάλντ Μπλανσέ, Εκκρεμές, Αθήνα 2005.

 

Links

Grafosfera
Lacan TV
Radio Lacan
Lacan Quotidien
 

H Παγκόσμια Εταιρεία Ψυχανάλυσης και οι Σχολές