Από την αγάπη για γνώση προς μία γνώση που εκτείνεται στο άπειρο
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω θερμά για την πρόσκλησή σας στη σημερινή Ημερίδα με θέμα: «Τι κάνατε στο καρτέλ και τι σας έκανε το καρτέλ». Θα προσπαθήσω να καταθέσω κάτι από την εμπειρία που αποκόμισα από τη συμμετοχή μου σε αυτό το θεσμικό όργανο (dispositif) της σχολής, του οποίου ο Λακάν φρόντισε να τονίσει τη σημασία τόσο το 1964 στην Ιδρυτική Πράξη της Σχολής[1] του όσο και το 1980 στην Πράξη Διάλυσής[2] της.
Θα ήθελα να προσπαθήσω να περιγράψω μία προσωπική υποκειμενική μετατόπιση αναφορικά με το ζήτημα της γνώσης, για την πραγματοποίηση της οποίας η συμμετοχή μου σε καρτέλ από το 2016 έως σήμερα έχει παίξει καθοριστική σημασία. Πιστεύω πως αυτή η υποκειμενική μετατόπιση συνοψίζει την απάντηση στο ερώτημα «τι έκανα και τι μου έκανε το καρτέλ».
Η πρώτη μου συμμετοχή σε καρτέλ ήταν το 2016. Τέσσερις φίλοι και συμφοιτητές στο Παράρτημα της Ψυχανάλυσης του Paris 8 αποφασίσαμε να δουλέψουμε πάνω στις Ψυχώσεις. Εκ των υστέρων μπορώ να διακρίνω τρεις βασικούς λόγους που πυροδότησαν την επιθυμία για εκείνη την πρώτη μου συμμετοχή σε καρτέλ: η αγάπη μου για τη γνώση και εν προκειμένω εκείνη των κειμένων του Φρόιντ, του Λακάν, του Μιλλέρ και των αναλυτών του φροϋδικού πεδίου, η αγάπη μου για τους φίλους μου που μου δημιουργούσε χαρά να τους συναντώ και να δουλεύω μαζί τους καθώς και η αγάπη μου για το ιδανικό που ενσάρκωνε για μενα η μέχρι τότε μυστηριώδης φύση του καρτέλ για το οποίο είχα ακούσει πως ήταν προϋπόθεση για την κατάρτιση του μελλοντικού αναλυτή. Συν-ένας λόγος, ήξερα πως η εργασία του καρτέλ θα πλαισιωνόταν από κάποιον που θα είχε λειτουργία συν-ενός και φανταζόμουν πως θα ήταν εκεί για να μας παραδώσει ένα σχεδόν ιδιωτικό σεμινάριο, το οποίο ένιωθα πως είχα μεγάλη ανάγκη καθώς όσα μαθήματα και να παρακολουθούσα και όσα βιβλία και σεμινάρια και να διάβαζα εξακολουθούσαν να μου λείπουν πολλές γνώσεις και αυτό ενίοτε με έφερνε σε αμηχανία.
Ήδη από το πρώτο καρτέλ, η μετατόπιση ήταν αισθητή και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Χάρη στη δομή του καρτέλ και στη λειτουργία του συν-ενός που καλείται κάθε φορά να την εγγυηθεί, άρχισα να αλλάζω θέση ως προς τη γνώση, δηλαδή να την κυνηγάω από το να περιμένω να μου τη φέρει ο Άλλος στο πιάτο. Μπήκα σε μία διαδικασία να ανοίγω ερωτήματα εκθέτοντας έτσι την έλλειψή μου και να αναλαμβάνω να εργαστώ πάνω στην επεξεργασία τους, εκθέτοντας έτσι τα αποτελέσματα των ερευνών μου. Διαπίστωσα πόσο επί της ουσίας ήταν για εμένα δύσκολο να πω «δεν ξέρω», να μπω εγώ η ίδια στη διαδικασία να το ψάξω καθώς καινα αποδεχτώ πως υπάρχουν ερωτήματα για τα οποία κανείς δεν βρίσκεται εκεί ώστε να δώσει άμεσα μία απάντηση αλλά απαιτείται η προσωπική κινητοποίηση. Με άλλα λόγια, διαπίστωσα πως, εν τέλει, το ζήτημα της ψυχαναλυτικής γνώσης δεν μπορεί να τεθεί χωρίς την υποκειμενική εμπλοκή. Πρόκειται για ένα στοίχημα στο οποίο η όποια συμμετοχή προϋποθέτει την υποκειμενική εμπλοκή και δεν μπορεί παρά να συνεπάγεται κάποια απώλεια. Όπως μας εξηγεί ο Μιλλέρ, η δομή του καρτέλ δανείζεται στοιχεία από αυτή του υστερικού λόγου, με τον συν-ένα να καταλαμβάνει τη θέση του διαγεγραμμένου υποκειμένου που παίρνει πάνω του την έλλειψη επιτρέποντας στους συμμετέχοντες να τοποθετούνται ως κύρια σημαίνοντα που εργάζονται[3] για την παραγωγή της γνώσης. Κατ’επέκταση, είναι σημαντικό να δοθείέμφαση στον μοναδικό τρόπο με τον οποίο εμπλέκεται κανείς σε αυτήν την παραγωγή γνώσης. Ο δικός μου τρόπος να εργαστώ για τη γνώση φέρει κάποια στοιχεία του προσωπικού μου στυλ, δηλαδή στοιχεία που θα μπορούσα να αποκαλέσω κάπως «δασκαλίστικα» που συνίστανται σε αλλεπάλληλες προσπάθειες να παράγω επεξεργασίες και να τις εκθέτω στην όλο και πιο λεπτομερή μορφή τους επεξηγώντας τες στους άλλους ώστε νακαταλαβαίνω καλύτερα και να ανοίγω νέα ερωτήματα. Άρα από τη μία, ο καθένας εργάζεται μέσω του μοναδικού του στυλ αλλά σε ένα πλαίσιο δημιουργικής χαράς, ενθουσιασμού και ποιητικής αλληλεπίδρασης.Δηλαδή, σε αυτό τον ιδιαίτερο κοινωνικό δεσμό που συνιστά το καρτέλ, όσο τα πνευματικά δικαιώματα μιας επεξεργασίας χάνονται ανάμεσα στο μέλος του καρτέλ που εξέφρασε την ιδέα, εκείνο που τον έκανε να την πει και εκείνο που αντιλήφθηκε τη σημασία της[4], τόσο το κάθε μέλος διακρίνεται με βάση το μοναδικό του χαρακτηριστικό που αποτελεί το στυλ συμμετοχής τουκαι αυτή η διάκριση είναι προϋπόθεση για την παραγωγή γνώσης.
Συνοψίζω, λοιπόν, την υποκειμενική μου μετατόπιση αναφορικά με τη γνώση στην οποία έχει συμβάλει η εμπειρία μου στα καρτέλ ως εξής: Από την αγάπη για γνώση στην επιθυμία για γνώση που προϋποθέτει να τίθεται η μη γνώση ως το πλαίσιο της γνώσης[5] και που συνεπάγεται μία μεταβίβαση εργασίας αποφασισμένων εργατών. Από την αγάπη στους φίλους και στο ιδανικό προς τη μεταβίβαση στη Σχολή όπου εγγράφεται το καρτέλ και οι εργασίες του.Από μία γνώση που καθ’ υπόθεση τοποθετείται στον Άλλο προς μία τρύπα στη γνώση που αποτελεί αίτιο της επιθυμίας για γνώση και ανοίγει τον χώρο προς το καινούργιο. Δηλαδή, πρόκειται για μία γνώση πουεκτείνεται στο άπειρο, έναν καταλύτη για την επιθυμία.
[1] Lacan J., « Acte de fondation », 1964, Autre écrits, Paris, Seuil, 2001.
[2] Lacan J., « D’écolage », 1980, Aux confins du Séminaire, Navarin éditeur, 2021
[3] Miller J.-A., « Cinq variations sur l’élaboration provoquée », intervention lors de la soirée des cartels de l’ECF le 11 décembre 1986, La Lettre mensuelle de l’ECF, 61, juillet 1987.
[4]Ibid.
[5] Lacan J., « Proposition sur le psychanalyste de l’École », Autres écrits, Paris, Seuil, p. 249.